-
1 ὀχετεύω
A conduct water by a conduit or canal,τὸν ποταμὸν ὀχετεῦσαι Hdt.2.99
, cf. PPetr.1p.78 (iii B. C.): metaph., ;πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀ. εἰς τὸ σῶμα Pl.Lg. 666a
;ἡ φύσις τὸ αἷμα διὰ παντὸς ὠχέτευκε τοῦ σώματος Arist.PA 668a20
:—[voice] Med.,ῥοῦν ὀχετευσάμενος AP9.162
:—[voice] Pass., to be conducted, conveyed,ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων Hdt.3.60
; ; ὀχετεύσομαι in pass. sense, Pherecr.130.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχετεύω
См. также в других словарях:
σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… … Dictionary of Greek